αγηροκόμητος
Смотреть что такое "αγηροκόμητος" в других словарях:
αγηροκόμητος — και αγεροκόμητος, η, ο (Μ ἀγηροκόμητος, ον) [γηροκομῶ] αυτός που δεν τόν περιποιούνται ή δεν τόν περιποιήθηκαν με στοργή στα γηρατειά του … Dictionary of Greek
αγεροκόμητος — η, ο [γεροκομώ] βλ. αγηροκόμητος … Dictionary of Greek